συνιστορῶ

συνιστορῶ
συνιστορέω
know together
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
συνιστορέω
know together
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνιστορώ — έω, ΜΑ [ἱστορῶ] εξιστορώ επίσης κι εγώ (α. «... συνιστορεῑ καὶ Ἀθήναιος», Ευστ., β. «ταῡτα γὰρ πρότερον συνιστορεῑν τοὺς εὑρόντας», Κλεάνθ.) αρχ. 1. γνωρίζω καλά, έχω συνείδηση ενός πράγματος («ὁ συνιστορῶν αὐτῷ τι», Μέν.) 2. συνδέομαι, έχω… …   Dictionary of Greek

  • συνιστόρησις — ήσεως, ἡ, Α [συνιστορῶ] συνενοχή σε κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”